Ευρετήριο Άρθρου

Άρθρον 17ον

Περί δικαιώσεως εκ πίστεως και υιοθεσίας

Πιστεύομεν ότι πας όστις διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος μετανοεί και πιστεύει εις τον Χριστόν, ομολογεί δε και εγκαταλείπει τας αμαρτίας αυτού και ταπεινώς στηρίζεται επί του εξιλαστηρίου θανάτου του Χριστού, συγχωρείται δωρεάν, δικαιούται παρά τω Θεώ και ενούται μετά του Χριστού, και ότι πάντες οι ούτω ηνωμένοι μετ' Αυτού είναι μέτοχοι της ζωής Αυτού, και ότι διά της υιοθεσίας γίνονται δεκτοί εις την οικογένειαν του Θεού ως συγκληρονόμοι μετά του Χριστού, έχοντες το Πνεύμα το Άγιον εν αυτοίς, όστις είναι ο αρραβών της κληρονομίας αυτών.

75. Ησ. 55:1, Πράξ. 2:38
76. Ιωάν. 3:16, 36, 5:24-25
77. Ρωμ. 8:17, Γαλ.4:7
78. Β΄ Κορ.1:22, Εφεσ. 1:14

Άρθρον 18ον

Περί του Νόμου και της σχέσεως του χριστιανού προς αυτόν

Πιστεύομεν ότι ως τέκνα του Θεού, σωθέντα κατά χάριν και ουχί εξ έργων, καθοδηγούμενα δε υπό του φωτός της εν τη Καινή Διαθήκη αποκαλύψεως του Χριστού, ευρισκόμεθα εις νέαν σχέσιν απέναντι του ηθικού νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, τουτέστι του Δεκαλόγου, αντιλαμβανόμενοι και εφαρμόζοντες αυτόν υπό την ευρυτέραν αυτού έννοιαν, ήτοι την εξ αγάπης υπακοήν, ως ο Χριστός ηρμήνευσε τούτον διά της διδασκαλίας Του και εφήρμοσεν εν τη ζωή Του, προς τούτο δε κινούμενοι υπό της χάριτός Του προς υπακοήν.

79. Ρωμ. 3:23-24, 4:16, Εφεσ. 2:8, Τίτ. 3:5-7
80. Έξ. 20:1-17, Μάρκ. 10:19
81. Έξ. 24:12, Ρωμ. 13:9-10
82. Ιωάν. 13:14-15, Εβρ. 5:8-9

Άρθρον 19ον

Περί αγιασμού

Πιστεύομεν ότι οι αναγεννηθέντες και δικαιωθέντες και υιοθετηθέντες πιστοί οφείλουσι ν' αυξάνωσιν εις ομοιότητα προς τον Χριστόν, καθ' όσον καλλιεργούσι την μετ' Αυτού ενότητα διά της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος εν αυτοίς, και να προάγωνται εις την υπακοήν της αληθείας, ότι η αγία αύτη ζωή είναι ο καρπός και η απόδειξις της σωζούσης πίστεως, ότι η ελπίς του πιστού να μένη εν τη τοιαύτη ζωή είναι χάρις του Θεού, και ότι εν σχέσει προς την αύξησιν ταύτην οι πιστοί καλούνται να φθάσωσιν εις τοιαύτην ωριμότητα και πλήρη βεβαίωσιν της πίστεως, ώστε η αγάπη του Θεού να τελέση πλήρες το έργον της εν αυτοίς.

83. Λευ. 11:44, Ψαλμ. 15:1-5, Ιωάν. 17:17-19
84. Α΄ Κορ.6:11, Β΄ Κορ.7:1

Άρθρον 20ον

Περί προσευχής

Πιστεύομεν ότι ο Λόγος του Θεού μας παρακινεί να πλησιάζωμεν εις τον Θεόν, τον Ουράνιον ημών Πατέρα, μόνον εν τω ονόματι του Υιού Αυτού Ιησού Χριστού, προσευχόμενοι υπέρ ημών αυτών και υπέρ των άλλων, ίνα ταπεινώς και όμως ελευθέρως εκχέωμεν τας καρδίας ημών ενώπιον Αυτού, ως αρμόζει εις τέκνα Του αγαπητά. Αποδίδοντες εις Αυτόν την τιμήν και τον αίνον, τον οφειλόμενον εις το Άγιον Όνομα Αυτού, αιτούντες παρ' Αυτού όπως δοξάση Εαυτόν επί της γης και εν τοις ουρανοίς, εξομολογούμενοι εις Αυτόν τας αμαρτίας ημών και ζητούντες παρ' Αυτού παν δώρημα χρήσιμον εις την ζωήν ταύτην και διά την αιώνιον ημών σωτηρίαν, και ότι εφ' όσον εις πάσαν αληθή προσευχήν παρακινούμεθα υπο του Πνεύματος Αυτού, Αυτός εις απάντησιν θέλει χορηγήσει εις ημάς πάσαν ευλογίαν κατά την ανεξιχνίαστον Αυτού σοφίαν και τον πλούτον της χάριτος Αυτού εν Χριστώ Ιησού.

85. Ιωάν. 14:13, 15:16
86. Κολ. 4:3, Α΄ Θεσσ.5:25, Β΄ Θεσσ.1:11, 2:13
87. Β΄ Σαμ.7:27, Πράξ. 4:24, Εβρ. 4:16
88. Ψαλμ. 113:1-3, Δαν.2:20
89. Ματθ. 6:12, Λουκ. 11:2
90. Ψαλμ. 32:5, Παρ. 28:13, Α΄ Ιωάν. 1:9
91. Ρωμ. 8:26, Εφεσ. 6:18
92. Ρωμ.2:4, 9:23, Εφεσ. 1:7

Άρθρον 21ον

Περί Εκκλησίας

Αναγνωρίζομεν μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, την αναρίθμητον ομάδα των πιστών πάσης εποχής και παντός έθνους, οίτινες ηνωμένοι διά του Άγίου Πνεύματος μετά του Χριστού, της κεφαλής αυτών, αποτελούσι εν σώμα εν Αυτώ, και έχουσι κοινωνίαν μετά του Κυρίου αυτών και μετ' αλλήλων. Προς τούτοις αποδεχόμεθα ότι είναι το θέλημα του Χριστού ίνα η Εκκλησία Αυτού επί της γης υπάρχη ως ορατή και αγία αδελφότης, αποτελουμένη εκ των ομολογούντων πίστιν εις τον Ιησούν Χριστόν και υπακοήν εις Αυτόν, ομού μετά των τέκνων αυτών ως κατηχουμένων, και οργανωμένη όπως εκτίθεται εις την Καινήν Διαθήκην, προς ομολογίαν του ονόματος του Χριστού, προς κοινήν λατρείαν του Θεού, προς τέλεσιν των τελετών, προς οικοδομήν των πιστών και προς εξάπλωσιν του Ευαγγελίου ανά τον κόσμον. Πάσαν επί μέρους Εκκλησίαν καθ' όλον τον κόσμον, η οποία ομολογεί την πίστιν ταύτην επί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και υπακοήν εις Αυτόν ως τον θείον Κύριον αυτής και Σωτήρα, αναγνωρίζομεν ως μέλος της μιας ταύτης Παγκοσμίου Εκκλησίας.

93. Εφεσ. 1:22-23, 4:15, Κολ. 1:18
94. Α΄ Κορ. 1:9, Α΄ Ιωάν. 1:3
95. Δευτ. 4:9, 11:19, Πράξ. 2:39, Α΄ Κορ. 7:14
96. Εβρ. 10:25
97 Πράξ. 2:42, 20:7

Άρθρον 22ον

Περί των τελετών

Αναγνωρίζομεν δύο τελετάς - το Βάπτισμα και το Δείπνον του Κυρίου - αίτινες συνεστήθησαν υπό του Χριστού ως σημεία και σφραγίδες της Καινής Διαθήκης, κυρωθέντα εν τω πολυτίμω αίματι Αυτού, προσέτι δε ως μέσα χάριτος, διά των οποίων όχι μόνον ζωογονείται αλλά και ενισχύεται και παρηγορείται η πίστις ημών επ' Αυτόν, και ως διατάξεις, διά της εκτελέσεως των οποίων η Εκκλησία Αυτού καλείται να ομολογή τον Κύριον αυτής και να διακρίνηται ορατώς από του λοιπού κόσμου.
Το βάπτισμα, γινόμενον διά καθαρού ύδατος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, επί μεν των ενηλίκων, των μη βαπτισθέντων κατά την νηπιακήν των ηλικίαν, επέχει τόπον ομολογίας πίστεως εις τον Χριστόν, ή δηλοί ότι ο βαπτιζόμενος μετανοεί διά το παρελθόν και επιζητεί την άφεσιν των αμαρτιών αυτού, ή επισφραγίζει και βεβαιοί την ήδη ληφθείσαν σωτηρίαν, επί δε των ανηλίκων επέχει τόπον αφιερώσεως αυτών εκ μέρους των γονέων τους εις τον Κύριον, και είναι εν πάση περιπτώσει η εισαγωγή αυτών εις τον γενικόν κύκλον των μαθητών του Χριστού. Συμβολίζει δε ζωηρώς η τελετή αύτη τον καθαρισμόν της ψυχής από της ακαθαρσίας της αμαρτίας, όστις καθαρισμός πρέπει να εκτελεσθή εν τω ανθρώπω διά του Αγίου Πνεύματος, και τούτο είναι το άλλο εκείνο Βάπτισμα, το πνευματικόν και αόρατον, το οποίον μόνος ο Χριστός δύναται να ενεργήση. Πρέπει να βαπτισθώσιν οι ομολογήσαντες πίστιν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ως ατομικόν αυτών Σωτήρα εάν μη τυγχάνωσιν ήδη βεβαπτισμένοι. Επίσης και τα τέκνα των ήδη ομολογησάντων την πίστιν ταύτην και γενομένων μελών της ορατής Εκκλησίας. Οι άπαξ βαπτισθέντες εις το όνομα της Τριάδος εις οιανδήποτε Χριστιανικήν Εκκλησίαν δεν αναβαπτίζονται, καθότι εξεπληρώθη εις αυτούς η εντολή του Κυρίου. Το Κυριακόν Δείπνον ή η Ευχαριστία είναι η τελετή της κοινωνίας μετά του Χριστού και μετά του λαού Αυτού, εν η δίδεται και λαμβάνεται ο άρτος και ο οίνος προς ευγνώμονα ανάμνησιν Εκείνου και της επί του Σταυρού θυσίας Αυτού. Πάντες δε οι εν πίστει λαμβάνοντες ταύτα πνευματικώς μετέχουσι του σώματος και του αίματος του Κυρίου Ιησού Χριστού προς παρηγορίαν, τροφήν και αύξησιν αυτών εν τη χάριτι. Πάντες οι ποιήσαντες δημοσία ειλικρινή ομολογίαν πίστεως εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και ασκούντες υποταγήν εις τον νόμον Αυτού, μετά προηγουμένην αυτεξέτασιν δικαιούνται να προσέλθωσιν εις το Κυριακόν Δείπνον.

98. Ρωμ. 4:11
99. Ματθ. 28:19, Μάρκ. 16:15-16, Πράξ. 8:36-38
100. Πράξ. 2:38-39, Α΄ Κορ.7:14
101. Ματθ. 3:11, Ιωάν. 1:33, Πράξ. 11:15-17
102. Πράξ. 16:15, 33
103. Α΄ Κορ. 11:23-26